ωολογία

ωολογία
η, Ν
επιστημονικός κλάδος με αντικείμενο μελέτης τον σχηματισμό και τη σύσταση τών αβγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωο(ν)«αβγό» + -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωολογικός — ή, ό, Ν [ωολογία] ο σχετικός με την ωολογία …   Dictionary of Greek

  • Oologie — L oologie ou oölogie est la branche de la zoologie qui a pour objet l étude de la formation de l œuf et de son développement primitif, particulièrement les œufs d oiseaux. L oologie comprend également l étude de nids d oiseaux. Le mot a une… …   Wikipédia en Français

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”